- περιαγωγῇ
- περιαγωγῆι , περιαγωγεύςwindlassmasc dat sg (epic ionic)περιαγωγήturning roundfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαγωγή — turning round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… … Dictionary of Greek
περιαγωγαῖς — περιαγωγή turning round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγαί — περιαγωγή turning round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγήν — περιαγωγή turning round fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγῆι — περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγῇ , περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
περιαγωγός — όν, Α [περιάγω] 1. αυτός που προκαλεί περιαγωγή, δηλαδή περιφορά, περιστροφή, κυκλική στροφή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περιαγωγός διώρυγα που περιέκλειε κυκλικά περιοχή αγρών … Dictionary of Greek
περιωγή — ἡ, Α βλ. περιαγωγή … Dictionary of Greek
συμπεριαγωγός — ὁ, ἡ, Α [συμπεριάγω] αυτός που συντελεί στην περιαγωγή*, στην περιφορά … Dictionary of Greek